-
1 μεθημερινόν
μεθημερινόςby day: masc acc sgμεθημερινόςby day: neut nom /voc /acc sg -
2 μεθημερινός
A by day, ;φυλακαί X.Lac. 12.2
; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph. 220d.2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθημερινός
См. также в других словарях:
μεθημερινόν — μεθημερινός by day masc acc sg μεθημερινός by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινός — μεθημερινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.) 2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… … Dictionary of Greek